Γυμνός ο βασιλιάς ο νεοέλληνας
γράφει ο Νίκος Χατζηγιαννάκης
Η κρίση υπήρξε μια τελετή αποκαλυπτηρίων των νεοελλήνων με τα πολλά πρόσωπα και ακόμα περισσότερες προσωπίδες.
Για πολλούς ξεκλείδωσε
η πόρτα της αλήθειας και την δρασκέλισαν. Κοιτάχτηκαν στον καθρέφτη, πέταξαν παραμορφωτικούς φακούς, έσκαψαν βαθιά μέσα τους, αναθεώρησαν απόψεις, έκαναν μια καινούργια αρχή αλλαγμένοι, σοφότεροι, ξαλαφρωμένοι από χίμαιρες και παιδικές αρρώστιες, μετατοπισμένοι στα νέα δεδομένα.Παρήγορη αυτή η αυτογνωσία. Μπορεί να ήρθε αργοπορημένα αλλά είναι η μαγιά του μέλλοντος.
Για άλλους, αντίθετα, άνοιξε η πόρτα του φρενοκομείου για να την περάσουν ξιπασμένοι, νεόπλουτοι, ανυποψίαστοι, ανήξεροι, βολεμένοι, αποκοιμισμένοι. Τους ήταν αδύνατο να διαχειριστούν το απότομο κατρακύλισμα. Ο πάταγος της πτώσης σπάει τα μηνίγγια, σκοτεινιάζει το μυαλό, οι αντιδράσεις παίρνουν διαζύγιο με την λογική. Οι άνθρωποι αυτοί περιφέρονται έκτοτε νεκροζώντανοι, ξέμπαρκοι πολιτικά, με τρομερές εσωτερικές μεταπτώσεις, εξ ου και απρόβλεπτοι και επικίνδυνοι όταν οι σπασμοί της απελπισίας χτυπούν κόκκινο.
Αρκετοί μουλωχτοί, κυνικοί και αμετανόητοι μένουν ταμπουρωμένοι στα μισογκρεμισμένα κομματικά κάστρα, γραμμένοι στα πελατολόγια και περιμένοντας με αδημονία τη μεγάλη ρεβάνς.
Οι προσεκτικότεροι απ’ αυτούς δεν προκαλούν, συνήθως παρατηρούν και ζυγιάζουν σιωπηλοί. Περί άλλα τυρβάζουν, μαργαρίτες μαδούν, χώνουν το κεφάλι στον άμμο, στρίβουν με ελαφρά πηδηματάκια όταν στριμώχνονται. Πίσω απ’ την υποκριτική μοιρολατρία κρύβεται ο διακαής πόθος τους να γυρίσουν στα παλιά, όταν τα τάγματα εφόδου των κολλητών και κομματόσκυλων αλώνιζαν παντού.
Οι θρασύτεροι αυθαδιάζουν, κουνώντας το δάχτυλο σ’ όσους διαχρονικά αντιστάθηκαν στη φθορά και παρακμή που κάλπαζε τα χρόνια της αφασικής καλοπέρασης. Τότε τους απόπαιρναν σαν γραφικούς, μίζερους και αχάριστους. Τώρα τους κατηγορούν πως έγιναν ίδιοι με τους προηγούμενους, πως χτίζουν απαράλλαχτο καθεστώς.
Αβάσταχτο τελικά το βάρος να συνωστίζονται με την «πλέμπα» τα κακομαθημένα παιδιά των κομματικών σωλήνων.
Άλλοι πάλι γραπώνονται στα δολερά τεχνάσματα «όλοι μαζί τα φάγαμε» και «όλοι οι πολιτικοί είναι το ίδιο», κάνοντας χαρακίρι. Τα πρωτοπέταξαν σαν δόλωμα οι λερωμένοι μέχρι το λαιμό και τα έχαψαν οι χάνοι οι κουτοί. Για το χάλι τους δεν φταίνε αυτοί που αβλεπεί και μονοκούκι ψήφιζαν αλλά η απειθάρχητη και ακαλλιέργητη φύση μας, η ροπή μας στη μικροαπατεωνιά (τώρα τις ανακάλυψαν). Οι αμπελοφιλοσοφίες δίνουν και παίρνουν. Το σπρωξίδι στις στάσεις των λεωφορείων, τα αποτσίγαρα που πετάμε στους δρόμους, οι αποδείξεις που δεν ζητάμε, οι κουτοπονηριές μας κοκ.
Για την ταμπακέρα, δηλαδή τη βρωμιά και σαπίλα που παράβλεπαν ή ανέχονταν, τσιμουδιά. Βολικές αυτές οι θεωρίες.
Πρώτο, ξεπλένουν ενοχές, απαλύνουν ντροπές, ησυχάζουν συνειδήσεις, δεν συνετίζουν ούτε εξιλεώνουν, σβήνουν ατομικές ευθύνες. Μέσα στη δήθεν ομοιόμορφη μάζα η μονάδα εξαφανίζεται.
Δεύτερο και σπουδαιότερο, μοιράζεται ένα μεγαλοπρεπές συγχωροχάρτι στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ που τα θαλάσσωσαν, πάει περίπατο η απαίτηση κάθαρσης. Άλλωστε τι νόημα έχουν αυτά, αφού «όλοι είναι το ίδιο»;
Δεν είναι, δυστυχώς, λίγοι κι αυτοί που διαλέγουν περιπλάνηση σε μεταφυσικούς λαβύρινθους. Υποταγή στη δύναμη του πεπρωμένου, φυγή στο επέκεινα, στους φαντασιακούς παραδείσους, στις «θεϊκές» προσταγές, θελήματα, προφητείες και νομοτέλειες. Ο φόβος, η καχυποψία, οι δεισιδαιμονίες , ο σκοταδισμός και το μίσος φτιάχνουν εκρηκτικό κοκτέϊλ. Οι ασυνάρτητες δοξασίες δίνουν και παίρνουν. Για το σύμπαν που συνωμοτεί εναντίον μας, για τους προαιώνιους εχθρούς που μας περικυκλώνουν, για το ξανθό γένος που θα μας ελευθερώσει, για τους φραγκολεβαντίνους που δεν ταιριάζουμε, για τους μετανάστες που αλλοιώνουν την περιούσια φυλή μας, για το αρχαίο μεγαλείο που ανάθεμα αν ξέρουμε, για τις αλύτρωτες πατρίδες κοκ. Ανάκατο το κόμπλεξ ανωτερότητας και κατωτερότητας, ο μικρομεγαλισμός και η ηττοπάθεια οδηγούν σε χαοτικά μονοπάτια τη σκέψη.
Οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας παίρνουν διαφορετικούς δρόμους. Κάποιοι κλείνονται σαν σκαντζόχοιροι, αυτοευνουχίζονται, δραπετεύουν στα όρη τα ψηλά και στα ατομικά καταφύγια, παραδίνουν τη μοίρα τους στο υπέρτατο ον, κυνηγώντας τη σωτηρία με γονυκλισίες και ικεσίες. Άλλοι πάλι ακολουθούν τον επικίνδυνο δρόμο του φανατισμού, μίσους, μεσαιωνισμού, εθνικισμού, ρατσισμού, της παρανοϊκής αντίληψης πως, ότι ξεφεύγει απ’ τις νόρμες τους, αυτόματα αναγορεύεται μισητός εχθρός προς εξολόθρευση και αφανισμό. Η δειλία αναμέτρησης με τους ισχυρούς τους σπρώχνει στην αγκαλιά πατριδεμπόρων, η καταπίεση εκτονώνεται με «πατριωτικό» πυρετό.
Τέλος ευδοκιμεί άλλο ένα είδος ανθρώπων, των αυτόκλητων κοινωνικών «επαναστατών». Μοιάζουν με παραθρησκευτικές σέχτες που υπηρετούν εμμονικά ιδεολογήματα. Ονειρεύονται επαναστάσεις και αυτοχρήζονται αποκλειστικοί ιδιοκτήτες ή κληρονόμοι τους. Περιφρονούν και χλευάζουν την αλλοτρίωση της μάζας αλλά ταυτόχρονα μιλούν και δρουν στο όνομα του λαού. Η εγωπάθεια και αυταρέσκειά τους δεν αφήνει χώρο για διάλογο και συγχρωτισμό με άλλους. Τσουβαλιάζουν τους πάντες , ανεπίδεκτοι να ξεχωρίσουν χρώματα και αποχρώσεις. Μεθοδολογία τους η αυταρχική επιβολή, το καπέλωμα, η ενοχοποίηση της αντίθετης άποψης, το κυνήγι μαγισσών και εσωτερικών εχθρών. Όταν η πραγματικότητα τους διαψεύδει, τόσο το χειρότερο γι αυτή, την αρνούνται, την προσπερνούν, την διαστρέφουν, την προσαρμόζουν στα μέτρα τους. Με τέτοιου τύπου καλογερίστικο φανατισμό , τα ιδεολογικά τους κιτάπια, γίνονται άχρηστα κουρελόχαρτα, ποιος να εκτιμήσει το όποιο επιστημονικό περιτύλιγμα;
Το μωσαϊκό αυτό αντιλήψεων και συμπεριφορών προφανώς δεν εξαντλείται στις παραπάνω κατηγορίες, ένα πάντως είναι σίγουρο. Αποκλείεται αυτό το ανομοιόμορφο πλήθος να μπει σε μια κοινή κοίτη συναντίληψης για το μέλλον της χώρας. Το ζητούμενο είναι ποιο σύστημα ιδεών θα επιβληθεί και θα ηγεμονεύσει, εκεί παίζεται το στοίχημα. Αν πιεστούν οι δυνάμεις της ιδιοτέλειας, απληστίας και σκοταδισμού από έναν αναμορφωμένο λαό, θα υποστεί ρωγμές το κακότεχνο μωσαϊκό και θ’ ανοίξει ο δρόμος για την αναγέννηση της χώρας. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό, ο συσχετισμός θ’ αλλάξει προς το καλύτερο, αν αποκτήσουν κοινωνική και ταξική συνείδηση τα υποτελή στρώματα που μέχρι τώρα βολοδέρνουν αδέσποτες μονάδες, χαμένες στο βουβό πλήθος. Αν αποκτήσουν δηλαδή αυτό που διαθέτουν στο έπακρο οι ισχυρές ελίτ, πολιτικές, οικονομικές, μιντιακές που διαφεντεύουν με τη δύναμη του χρήματος και τη στήριξη του αλωμένου κράτους και των «ευγενών» συντεχνιών.
Αυτό το κλειστό κλαμπ εξουσίας έχει κάθε συμφέρον και κρατά το λαό ξεδοντιασμένο, να τον διαιρεί, να τον παραμυθιάζει, να τον αποπροσανατολίζει, να τον ποτίζει ηρεμιστικά. Καθότι τα δικά του πλούτη και προνόμια δεν είναι τίποτα άλλο παρά η φτώχεια του λαού.
Ταξική συνείδηση δεν σημαίνει φυσικά πόλεμο επικράτησης, οι τάξεις δεν εξαλείφονται σε συνθήκες παγκόσμιου καπιταλισμού. Είναι όμως προϋπόθεση για δικαιότερο μοίρασμα πλούτου, για μια κοινωνία ειρήνης, συνοχής και αλληλεγγύης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου