Το κεντρί του «μακεδονισμού»
γράφει ο Λαοκράτης Βάσσης
Καθώς, όπως φαίνεται, βρισκόμαστε μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις, χωρίς όμως να έχουμε ξεφύγει απ’ τις κακοδαιμονίες μας και το αρρωστημένο κλίμα της τύφλωσής μας περί το «μακεδονικό πρόβλημα». Ιδού, λοιπόν, το παλιό αυτό κείμενο, που δυστυχώς, μόνο… ανεπίκαιρο δεν μοιάζει να είναι:
«Όταν σκέφτομαι την εθνική μας αβελτηρία στο «Σκοπιανό», ούτε λαός ευκαιρίας να ήμασταν, ο νους μου πάει στο στίχο του Τάσου Γαλάτη: Συβαρίτες και Αβδηρίτες, «Έλληνες το γένος εσμέν».
Απ’ τη μια άκρη οι κατ’ επάγγελμα «πατριδοφύλακες», με τις περικεφαλαίες του Μεγαλέξανδρου στα άδεια κεφάλια τους, κι απ’ την άλλη οι κατ’ επάγγελμα «αντιεθνικιστές» να αντιμετωπίζουν το θέμα σαν να είναι… Λουξεμβούργιοι. Κι ανάμεσά τους κοπάδι οι Συβαρίτες και οι Αβδηρίτες να μετακινούμαστε κατά περίσταση μεταξύ «εθνικού μεγαλοϊδεατισμού» και «εθνικής αποϊδεοποίησης». Ένας χυλός, χωρίς κεφαλαιοποιημένη ιστορική μνήμη, χωρίς κεφαλαιοποιημένη θεσμική μνήμη, χωρίς κεφαλαιοποιημένη συλλογική σοφία.
Κι οι πολιτικές μας ηγεσίες κατ’ εικόνα και ομοίωσή μας, όπως κι εμείς κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους, με τον «ρεαλιστή» Μητσοτάκη να είναι… ο Νέστορας της πολιτικής μας ζωής! Αυτός ο αθεόφοβος που διαπραγματευόταν για λύση στο «πρόβλημα», πιστεύοντας ο ίδιος πως το όνομα «Μακεδονία» μετά από δέκα χρόνια δεν θα το θυμάται κανείς!
Αναρωτιέμαι αν εμείς, ένας λαός με τρισχιλιετή ιστορία, διδαχτήκαμε κάτι απ’ την υποδειγματική σταθερότητα και σοβαρότητα των χτεσινών Σκοπιανών στην υπεράσπιση του εθνολογικού τους σφετερισμού. Αν, έστω από τούδε και στο εξής, θα αποφασίσουμε να κινηθούμε, όπως αυτοί, με υποδειγματική σταθερότητα και σοβαρότητα, για να μην επιτρέψουμε αυτόν τον ανιστόρητο και επικίνδυνο σφετερισμό, διαμηνύοντας προς κάθε κατεύθυνση πως δεν διατιθέμεθα να… πληρώσουμε το λογαριασμό του στρατηγικού αναδασμού των Βαλκανίων. Κι όχι απλώς να το διαμηνύσουμε, αλλά να το εννοούμε κιόλας.
…Θέλω να πιστεύω πως, ξεπερνώντας τον «συβαριτο/αβδηριτισμό» μας, δεν θα κάνουμε βήμα πίσω, αληθινή κόκκινη γραμμή, απ’ τη σύνθετη ονομασία και με απολύτως αποσαφηνισμένη και κατοχυρωμένη τη γεωγραφική μόνο χρήση του ονόματος «Μακεδονία» απ’ τους Σκοπιανούς. Πως θα διαμηνύσουμε στους άσπονδους φίλους μας τους Αμερικανούς, που έχουν το «κοπιράιτ» του γειτονικού κρατιδίου, όπως και των άλλων προτεκτοράτων της ευρύτερης περιοχής μας, πως έχουμε κι εμείς τα όριά μας. Πως δεν… διατιθέμεθα!».
Κι έρχομαι στις επικαιροποιητικές παρατηρήσεις υπό το βάρος
της αγωνίας για τα τεκταινόμενα, όπως κυρίως τις τροφοδοτεί η έρπουσα
λογική, τάχατες ρεαλιστική και γενναία, του… κλεισίματος του
«προβλήματος». Λες και πρόκειται για κάποιο μαγαζάκι , που είναι στο
χέρι μας να το… κλείσουμε. Με τη διαφορά «λύσης» και «κλεισίματος»
(κουκουλώματος) να είναι αυτονόητη.
Πρώτη παρατήρηση: Το «μακεδονικό» δεν είναι ψευτοπρόβλημα, ούτε ως προς τη γέννησή του ούτε ως προς την εξακολουθητική τροφοδότησή του και τις προεκτάσεις του στο μέλλον. Πρόκειται για «κεντρί» στο εθνικό μας κορμί με πολύ δηλητήριο στο βάθος του: ιστορικο/πολιτιστικό και εθνοτικό, γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό. Που, αν δεν βγει, θα βρίσκουμε μπροστά μας τις παρενέργειές του σε όλες τις δύσκολες στροφές του μέλλοντος των προτεκτορατοποιημένων Βαλκανίων.
Δεύτερη: Η ιστορικο/πολιτιστική και εθνοτική διάσταση του προβλήματος όχι μόνο δεν είναι δευτερεύουσα (ή καρπός εθνικιστικών μας αντακλαστικών!), αλλά δι’ αυτής υπηρετείται η πολύ κρίσιμη γεωπολιτική και γεωστρατηγική του διάσταση. Αλλιώς δεν θα επιμένανε τόσο (ύποπτα!) πολύ στα περί «Μακεδονικού έθνους» και οι «νονοί» του κρατιδίου. Έχοντας μάλιστα και τη συνηγορία κάποιων… άνετων της εγχώριας διανόησης, που αντιμετωπίζουν το όλο ζήτημα με διεθνιστικο/κοσμοπολιτική αβρότητα «νεοταξικής κοπής» (απόλυτοι, πολύ σωστά, κατά του ελληνικού εθνικισμού, ανεκτικοί όμως, το λιγότερο, έναντι των γειτονικών μας εθνικισμών. Όπως και αυτού των «Γκρουέφσκηδων», που μπορούν να ονομάζουν τη νεότευκτη χώρα τους «Δημοκρατία της …Μακεδονίας» και όχι μόνο!).
Τρίτη: Σ’ αυτά τα δέκα χρόνια, που σημαδεύτηκαν στην αρχή τους και απ’ την οδυνηρή Χρεοκοπία μας, δεν κάναμε, δυστυχώς, ούτε βηματάκι μπροστά στο κρίσιμο ζήτημα της εθνικής μας ωριμότητας. Ούτε βηματάκι! Με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να δίνουν τον τόνο στη ζωή του Τόπου μας τόσο οι ανόητοι των εθνικιστικών παροξυσμών όσο και οι «νοήμονες» της αποεθνοποιητικής α-τοπίας. Με όλη την τοξικότητα των απόψεών τους: των φαιών απ’ τη μεριά της εθνικιστικής τύφλωσης και των αποθεμελιωτικών της ταυτοτικής μας υπόστασης απ’ τη μεριά της προοδευτικοφανούς (ενίοτε και αριστεροφανούς) ιστορικο/πολιτιστικής μας αποδόμησης. Κι αυτό με την ευθύνη όλων μας, αν όχι με υπνώττοντες όλους μας, καθώς «αφεθήκαμε» να πορευόμαστε χωρίς ελληνική πολιτιστική στρατηγική ( διεμβολιστική του «νοσηρού ελληνοκεντρισμού» και του «νοσηρού αντιελληνοκεντρισμού») και συνακόλουθα χωρίς εθνική στρατηγική μακράς πνοής, με Ρήγα, Σολωμό και Κάλβο στα αξιακά της θεμέλια.
Τέταρτη: Οπότε, με επιβαρυνόμενο και το κλίμα της εθνικής μας αβελτηρίας, καθόλου δεν εμβαθύναμε και στα της σοβαρής αντιμετώπισης του «σκοπιανο/μακεδονικού», έτσι που να είναι απολύτως φωτισμένος ο βαθύτερος χαρακτήρας του «προβλήματος» και απολύτως ξεκάθαρες οι κόκκινες γραμμές, που οριοθετούν χωρίς αμφισημίες τη λύση του. Όπως και απολύτως ξεκάθαρα τα όρια μεταξύ της «λύσης» και του «κλεισίματος» του προβλήματος, με την τόση εθνικο/ιστορική βαρύτητα και την τόση, δικαιολογημένα, εθνικο/συναισθηματική φόρτιση. Κι ούτε λόγος πως η λύση δεν θέλει… αγκυλώσεις. Αλλά, αν δεν βγει το «κεντρί» (δηλαδή, τα περί μακεδονικού έθνους και μακεδονισμού, που συνιστούν ανιστόρητη και σφετεριστική βάση κατασκευής εθνικής ταυτότητας, με συνακόλουθα παρεπόμενα τον αλυτρωτισμό, ενσωματωμένον στο σύνταγμα των γειτόνων, και τον εν δυνάμει επεκτατισμό τους!) λύση δεν μπορεί να υπάρξει.
Πέμπτη: Κι έχουν δίκιο οι επικαλούμενοι τον «ρεαλισμό» και την «συγκυρία», αρκεί ο ρεαλισμός τους να κοιτάζει στη λύση και όχι στο κλείσιμο. Κι αρκεί ο λογικός υπολογισμός της «συγκυρίας» να μην αγνοεί την ιστορία, το δεδομένο «χτες» και το δυνητικό «αύριο» της ιστορίας, που πρέπει να το «διαβάζουμε» υπό το πρίσμα του βαθύτερου χαρακτήρα του «προβλήματος» που έχουμε μπροστά μας. Και δεν είναι… ρεαλισμός, εμείς που κάναμε το μισό δρόμο του συμβιβασμού, με το να αποδεχτούμε τη σύνθετη ονομασία (με όλο το αναγκαίο βάθος της!), να πρέπει να συναντηθούμε με τους γείτονές μας τους Σκοπιανούς στα μισά του υπόλοιπου δρόμου. Είναι; Προφανώς όχι. Όπως δεν είναι «ρεαλισμός» στη διαχείριση του Κυπριακού, το να ξανα-αρχίζουν οι συνομιλίες με… δεδομένες τις τελευταίες κάθε φορά διαπραγματευτικές «υποχωρήσεις» μας. Κι έχουν, επίσης, δίκιο οι επικαλούμενοι τη «λογική», αρκεί τα… μέτωπα λογικής τους να μην οδηγούν σε «ειρηνοποιές» υπογραφές υπέρ των βάρβαρων βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία, υπέρ του «Σχεδίου Ανάν» (που το «έφτυσε» ο Κυπριακός λαός!) ή υπέρ του να ονομάζεται το νεότευκτο γειτονικό μας κράτος σκέτα «Μακεδονία».
Έκτη: Θεωρώντας πως τα «συλλαλητήρια», ως αχός της ψυχής ενός λαού, δεν εμποδίζουν (αλλά και δεν υποκαθιστούν) τις συντεταγμένες δημοκρατικές λειτουργίες αποφάσεων, οργίζομαι παρομοίως: τόσο με την καπηλική μόλυνσή τους απ’ τους ανόητους της εθνικιστικής «τύφλωσης» (χρυσαυγίτες και λοιπούς), που προφανώς και είναι ορκισμένοι εχθροί της δημοκρατικής θεσμικής μας τάξης, όσο και με την αφόρητη δυσανεξία, έναντί τους, απ’ τους… νοήμονες της «αντι-εθνικιστικής» αχρωματοψίας, που ακούνε «λαός», «έθνος», «ιστορική συνέχεια», «ελληνικότητα» ή άλλα τέτοια παρόμοια και βγάζουν… φλύκταινες. Γιατί, εντέλει, είναι παρομοίως απαράδεκτες και η καπηλεία και η περιφρόνηση της «φωνής του λαού». Που πρέπει να την ακούμε με κριτικό σεβασμό, για να παίρνουμε σωστές αποφάσεις (διδασκόμενοι πάντοτε απ’ την ιστορία για τα θετικά και αρνητικά αυτής της «φωνής» σε κρίσιμες στιγμές της!).
Έβδομη και τελευταία παρατήρηση: Τούτων όλων δοθέντων, τοποθετούμαι ως προς τη λύση του «προβλήματος», θεωρώντας την έσχατο όριο «εθνικού συμβιβασμού», δίπλα σε όσους τάσσονται (όχι ιησουίτικα) υπέρ της ενιαίας σύνθετης ονομασίας, με διασφαλισμένα γεωγραφική τη χρήση του όρου «Μακεδονία», erga omnes, ως ενιαίο πακέτο με όλα τα μείζονα «άλλα», των οποίων και θα είναι η απόληξη. ΄Οπου τα μείζονα «άλλα», στην αιτιώδη σχέση τους, το ξανατονίζω, είναι: ο μακεδονισμός, το ιδεολόγημα δηλαδή του σφετεριστικού «εθνικο/ταυτοτικού μύθου» των σλαβογενών γειτόνων μας → ο αλυτρωτισμός → και ο (εν δυνάμει) επεκτατισμός, όπως αυτά αποτυπώνονται και απορρέουν απ΄ το Σύνταγμά τους. Που σημαίνει πως αν, μαζί με τους «νονούς» τους, δεν τα αφήσουν αυτά στο κακό παρελθόν, λύση δεν μπορεί να υπάρξει. Με αυτά, βέβαια, να μη γίνονται «παρελθόν» παρά με αλλαγή των επίδικων σημείων του Συντάγματός τους και με τις όποιες άλλες απαραίτητες διεθνείς κατοχυρώσεις, για να μη μπορεί αυτό το «παρελθόν» να… βρυκολακιάσει.
… Αντλώντας αισιοδοξία, ελπίζω όχι αφελώς, απ’ τον τελευταίο καλό χειρισμό στο Κυπριακό, που δεν έκλεισε… Ανανικά, θέλω να πιστεύω πως δεν θα «οδηγηθούμε», τελικά, στον «πολύ ρεαλισμό» και στην «πολλή λογική» εκείνων που, πέραν των «χώρων» τους, ομνύουν στο όνομα του «Νέστορα» της …εθνικής σύνεσης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη αλλά και δεν κρύβουν τον ενθουσιασμό τους για την… εθνική παρέμβαση Σημίτη.
- Γιατί, όλοι υποψιαζόμαστε πως πίσω απ’ τον «πολύ ρεαλισμό» και την «πολλή λογική» δεν κρύβεται η λύση αλλά το… κλείσιμο του «προβλήματος». Όπου «κλείσιμο» σημαίνει πως το «κεντρί», με όλες του τις παρενέργειες, δεν βγαίνει από το εθνικό μας κορμί. Με τη διεθνή, μάλιστα, διάσταση της μεγάλης προπαγανδιστικής σποράς του «μακεδονισμού» στον κόσμο, με υπνώττουσα την ελληνική πολιτεία και την επιστημονική μας κοινότητα, να είναι μια απ' τις μείζονες αυτές παρενέργειες, με την οποία, έτσι κι αλλιώς, αν σοβαρευτούμε, πρέπει κάποτε να ασχοληθούμε υπεύθυνα και σε βάθος χρόνου. Εννοώ τις πλαστογραφικές καταγραφές στη διεθνή βιβλιογραφία και τις αντίστοιχες εγχαράξεις στη διεθνή κοινή γνώμη.
Πρώτη παρατήρηση: Το «μακεδονικό» δεν είναι ψευτοπρόβλημα, ούτε ως προς τη γέννησή του ούτε ως προς την εξακολουθητική τροφοδότησή του και τις προεκτάσεις του στο μέλλον. Πρόκειται για «κεντρί» στο εθνικό μας κορμί με πολύ δηλητήριο στο βάθος του: ιστορικο/πολιτιστικό και εθνοτικό, γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό. Που, αν δεν βγει, θα βρίσκουμε μπροστά μας τις παρενέργειές του σε όλες τις δύσκολες στροφές του μέλλοντος των προτεκτορατοποιημένων Βαλκανίων.
Δεύτερη: Η ιστορικο/πολιτιστική και εθνοτική διάσταση του προβλήματος όχι μόνο δεν είναι δευτερεύουσα (ή καρπός εθνικιστικών μας αντακλαστικών!), αλλά δι’ αυτής υπηρετείται η πολύ κρίσιμη γεωπολιτική και γεωστρατηγική του διάσταση. Αλλιώς δεν θα επιμένανε τόσο (ύποπτα!) πολύ στα περί «Μακεδονικού έθνους» και οι «νονοί» του κρατιδίου. Έχοντας μάλιστα και τη συνηγορία κάποιων… άνετων της εγχώριας διανόησης, που αντιμετωπίζουν το όλο ζήτημα με διεθνιστικο/κοσμοπολιτική αβρότητα «νεοταξικής κοπής» (απόλυτοι, πολύ σωστά, κατά του ελληνικού εθνικισμού, ανεκτικοί όμως, το λιγότερο, έναντι των γειτονικών μας εθνικισμών. Όπως και αυτού των «Γκρουέφσκηδων», που μπορούν να ονομάζουν τη νεότευκτη χώρα τους «Δημοκρατία της …Μακεδονίας» και όχι μόνο!).
Τρίτη: Σ’ αυτά τα δέκα χρόνια, που σημαδεύτηκαν στην αρχή τους και απ’ την οδυνηρή Χρεοκοπία μας, δεν κάναμε, δυστυχώς, ούτε βηματάκι μπροστά στο κρίσιμο ζήτημα της εθνικής μας ωριμότητας. Ούτε βηματάκι! Με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να δίνουν τον τόνο στη ζωή του Τόπου μας τόσο οι ανόητοι των εθνικιστικών παροξυσμών όσο και οι «νοήμονες» της αποεθνοποιητικής α-τοπίας. Με όλη την τοξικότητα των απόψεών τους: των φαιών απ’ τη μεριά της εθνικιστικής τύφλωσης και των αποθεμελιωτικών της ταυτοτικής μας υπόστασης απ’ τη μεριά της προοδευτικοφανούς (ενίοτε και αριστεροφανούς) ιστορικο/πολιτιστικής μας αποδόμησης. Κι αυτό με την ευθύνη όλων μας, αν όχι με υπνώττοντες όλους μας, καθώς «αφεθήκαμε» να πορευόμαστε χωρίς ελληνική πολιτιστική στρατηγική ( διεμβολιστική του «νοσηρού ελληνοκεντρισμού» και του «νοσηρού αντιελληνοκεντρισμού») και συνακόλουθα χωρίς εθνική στρατηγική μακράς πνοής, με Ρήγα, Σολωμό και Κάλβο στα αξιακά της θεμέλια.
Τέταρτη: Οπότε, με επιβαρυνόμενο και το κλίμα της εθνικής μας αβελτηρίας, καθόλου δεν εμβαθύναμε και στα της σοβαρής αντιμετώπισης του «σκοπιανο/μακεδονικού», έτσι που να είναι απολύτως φωτισμένος ο βαθύτερος χαρακτήρας του «προβλήματος» και απολύτως ξεκάθαρες οι κόκκινες γραμμές, που οριοθετούν χωρίς αμφισημίες τη λύση του. Όπως και απολύτως ξεκάθαρα τα όρια μεταξύ της «λύσης» και του «κλεισίματος» του προβλήματος, με την τόση εθνικο/ιστορική βαρύτητα και την τόση, δικαιολογημένα, εθνικο/συναισθηματική φόρτιση. Κι ούτε λόγος πως η λύση δεν θέλει… αγκυλώσεις. Αλλά, αν δεν βγει το «κεντρί» (δηλαδή, τα περί μακεδονικού έθνους και μακεδονισμού, που συνιστούν ανιστόρητη και σφετεριστική βάση κατασκευής εθνικής ταυτότητας, με συνακόλουθα παρεπόμενα τον αλυτρωτισμό, ενσωματωμένον στο σύνταγμα των γειτόνων, και τον εν δυνάμει επεκτατισμό τους!) λύση δεν μπορεί να υπάρξει.
Πέμπτη: Κι έχουν δίκιο οι επικαλούμενοι τον «ρεαλισμό» και την «συγκυρία», αρκεί ο ρεαλισμός τους να κοιτάζει στη λύση και όχι στο κλείσιμο. Κι αρκεί ο λογικός υπολογισμός της «συγκυρίας» να μην αγνοεί την ιστορία, το δεδομένο «χτες» και το δυνητικό «αύριο» της ιστορίας, που πρέπει να το «διαβάζουμε» υπό το πρίσμα του βαθύτερου χαρακτήρα του «προβλήματος» που έχουμε μπροστά μας. Και δεν είναι… ρεαλισμός, εμείς που κάναμε το μισό δρόμο του συμβιβασμού, με το να αποδεχτούμε τη σύνθετη ονομασία (με όλο το αναγκαίο βάθος της!), να πρέπει να συναντηθούμε με τους γείτονές μας τους Σκοπιανούς στα μισά του υπόλοιπου δρόμου. Είναι; Προφανώς όχι. Όπως δεν είναι «ρεαλισμός» στη διαχείριση του Κυπριακού, το να ξανα-αρχίζουν οι συνομιλίες με… δεδομένες τις τελευταίες κάθε φορά διαπραγματευτικές «υποχωρήσεις» μας. Κι έχουν, επίσης, δίκιο οι επικαλούμενοι τη «λογική», αρκεί τα… μέτωπα λογικής τους να μην οδηγούν σε «ειρηνοποιές» υπογραφές υπέρ των βάρβαρων βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία, υπέρ του «Σχεδίου Ανάν» (που το «έφτυσε» ο Κυπριακός λαός!) ή υπέρ του να ονομάζεται το νεότευκτο γειτονικό μας κράτος σκέτα «Μακεδονία».
Έκτη: Θεωρώντας πως τα «συλλαλητήρια», ως αχός της ψυχής ενός λαού, δεν εμποδίζουν (αλλά και δεν υποκαθιστούν) τις συντεταγμένες δημοκρατικές λειτουργίες αποφάσεων, οργίζομαι παρομοίως: τόσο με την καπηλική μόλυνσή τους απ’ τους ανόητους της εθνικιστικής «τύφλωσης» (χρυσαυγίτες και λοιπούς), που προφανώς και είναι ορκισμένοι εχθροί της δημοκρατικής θεσμικής μας τάξης, όσο και με την αφόρητη δυσανεξία, έναντί τους, απ’ τους… νοήμονες της «αντι-εθνικιστικής» αχρωματοψίας, που ακούνε «λαός», «έθνος», «ιστορική συνέχεια», «ελληνικότητα» ή άλλα τέτοια παρόμοια και βγάζουν… φλύκταινες. Γιατί, εντέλει, είναι παρομοίως απαράδεκτες και η καπηλεία και η περιφρόνηση της «φωνής του λαού». Που πρέπει να την ακούμε με κριτικό σεβασμό, για να παίρνουμε σωστές αποφάσεις (διδασκόμενοι πάντοτε απ’ την ιστορία για τα θετικά και αρνητικά αυτής της «φωνής» σε κρίσιμες στιγμές της!).
Έβδομη και τελευταία παρατήρηση: Τούτων όλων δοθέντων, τοποθετούμαι ως προς τη λύση του «προβλήματος», θεωρώντας την έσχατο όριο «εθνικού συμβιβασμού», δίπλα σε όσους τάσσονται (όχι ιησουίτικα) υπέρ της ενιαίας σύνθετης ονομασίας, με διασφαλισμένα γεωγραφική τη χρήση του όρου «Μακεδονία», erga omnes, ως ενιαίο πακέτο με όλα τα μείζονα «άλλα», των οποίων και θα είναι η απόληξη. ΄Οπου τα μείζονα «άλλα», στην αιτιώδη σχέση τους, το ξανατονίζω, είναι: ο μακεδονισμός, το ιδεολόγημα δηλαδή του σφετεριστικού «εθνικο/ταυτοτικού μύθου» των σλαβογενών γειτόνων μας → ο αλυτρωτισμός → και ο (εν δυνάμει) επεκτατισμός, όπως αυτά αποτυπώνονται και απορρέουν απ΄ το Σύνταγμά τους. Που σημαίνει πως αν, μαζί με τους «νονούς» τους, δεν τα αφήσουν αυτά στο κακό παρελθόν, λύση δεν μπορεί να υπάρξει. Με αυτά, βέβαια, να μη γίνονται «παρελθόν» παρά με αλλαγή των επίδικων σημείων του Συντάγματός τους και με τις όποιες άλλες απαραίτητες διεθνείς κατοχυρώσεις, για να μη μπορεί αυτό το «παρελθόν» να… βρυκολακιάσει.
… Αντλώντας αισιοδοξία, ελπίζω όχι αφελώς, απ’ τον τελευταίο καλό χειρισμό στο Κυπριακό, που δεν έκλεισε… Ανανικά, θέλω να πιστεύω πως δεν θα «οδηγηθούμε», τελικά, στον «πολύ ρεαλισμό» και στην «πολλή λογική» εκείνων που, πέραν των «χώρων» τους, ομνύουν στο όνομα του «Νέστορα» της …εθνικής σύνεσης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη αλλά και δεν κρύβουν τον ενθουσιασμό τους για την… εθνική παρέμβαση Σημίτη.
- Γιατί, όλοι υποψιαζόμαστε πως πίσω απ’ τον «πολύ ρεαλισμό» και την «πολλή λογική» δεν κρύβεται η λύση αλλά το… κλείσιμο του «προβλήματος». Όπου «κλείσιμο» σημαίνει πως το «κεντρί», με όλες του τις παρενέργειες, δεν βγαίνει από το εθνικό μας κορμί. Με τη διεθνή, μάλιστα, διάσταση της μεγάλης προπαγανδιστικής σποράς του «μακεδονισμού» στον κόσμο, με υπνώττουσα την ελληνική πολιτεία και την επιστημονική μας κοινότητα, να είναι μια απ' τις μείζονες αυτές παρενέργειες, με την οποία, έτσι κι αλλιώς, αν σοβαρευτούμε, πρέπει κάποτε να ασχοληθούμε υπεύθυνα και σε βάθος χρόνου. Εννοώ τις πλαστογραφικές καταγραφές στη διεθνή βιβλιογραφία και τις αντίστοιχες εγχαράξεις στη διεθνή κοινή γνώμη.
ΥΓ:
Κι επειδή, όπως έδειξαν τα… ευγενή «κρωξίματα» και «αντι-κρωξίματα»
μετά τα δύο μεγάλα συλλαλητήρια (Θεσσαλονίκη - Αθήνα), κάποιοι δεν
πολυ-ξέρουν ποιός είναι ο Παύλος Μελάς, ο πολυτραγουδισμένος
(νεο-κλέφτικα) απ΄ τον λαό μας ήρωας του Μακεδονικού Αγώνα, τους συνιστώ
ως δάσκαλος να διαβάσουν (σελ.126 - 149) το βιβλίο του στοχαστή Βασίλη
Καραποστόλη «Διχασμός και Εξιλέωση - Περί της πολιτικής ηθικής των
Ελλήνων» (Εκδ. Πατάκη). Έχουν να διδαχθούν πολλά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου